ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
inf. ao.2 poét. de παρέχω.
παρασχεθεῖν: απαρ. ποιητ. αορ. βʹ του παρέχω.