πεπονημένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass.,
A elaborately, Ael.NA in epilogo. 2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.
German (Pape)
[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με φροντίδα και με προσοχή
2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πονῶ].