προπηλακιστικῶς

Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monotonic

προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.