προπηλακιστικῶς

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Middle Liddell

from προπηλακίζω, contumeliously, insolently, outrageously, Dem.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monotonic

προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκιστικῶς: оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.).