σκύλευμα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ατος, τό, usu. in pl.,

   A arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille d’un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).