σκύλευση

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

η / σκύλευσις, -εύσως, ἡ, ΝΑ σκυλεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία.