σκύλευση

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η / σκύλευσις, -εύσως, ἡ, ΝΑ σκυλεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία.