συγκατακάω

From LSJ
Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

French (Bailly abrégé)

att. c. συγκατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

συγκατακάω: атт. = συγκατακαίω.