Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
att. c. συγκατακαίω.
συγκατακάω: атт. = συγκατακαίω.