συνδίκως

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].