χόλιος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

α, ον,

   A angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).

Greek (Liddell-Scott)

χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.