κορωνιδεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A young crow, Cratin.179.
Greek (Liddell-Scott)
κορωνῐδεύς: έως, ὁ, ὁ τῆς κορώνης νεοσσός, Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 10, πρβλ. ἀηδονιδεύς, λαγιδεύς, κτλ.
έως, ὁ,
A young crow, Cratin.179.
κορωνῐδεύς: έως, ὁ, ὁ τῆς κορώνης νεοσσός, Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 10, πρβλ. ἀηδονιδεύς, λαγιδεύς, κτλ.