Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
massŭla: ae, f.
dim. 1. massa,
I a little lump or mass (post-Aug.), Col. 12, 38, 2: salis, id. 12, 48, 5.
massŭla, æ, f., dim. de massa, petit morceau, miette : Col. Rust. 12, 38, 2 ; M. Emp. 34.