λυμαντής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg.,
A γάμος λ. βίου S.Tr.793: also λῡμ-αντικός, ή, όν, Muson.Fr.8p.34H., Epict.Gnom.9: c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr.Epict.3.7.20; φυομένων (καρπῶν) Ph.2.429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.
οῦ, ὁ, = foreg.,
A γάμος λ. βίου S.Tr.793: also λῡμ-αντικός, ή, όν, Muson.Fr.8p.34H., Epict.Gnom.9: c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr.Epict.3.7.20; φυομένων (καρπῶν) Ph.2.429.
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.