λυμαντής

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντής Medium diacritics: λυμαντής Low diacritics: λυμαντής Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΣ
Transliteration A: lymantḗs Transliteration B: lymantēs Transliteration C: lymantis Beta Code: lumanth/s

English (LSJ)

λυμαντοῦ, ὁ, = λυμαντήριος (injurious, destructive, destroying, ruining), γάμος λ. βίου S. Tr. 793 ; also λυμαντικός, ή, όν, Muson. Fr. 8 p. 34H., Epict. Gnom. 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. Epict. 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.

Greek Monolingual

λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).

Greek Monotonic

λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντής: οῦ ὁ Soph. = λυμαντήρ.

Middle Liddell

λυμαντής, οῦ,
as adj. ruining, c. gen., Soph.