λυμαντής
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
λυμαντοῦ, ὁ, = λυμαντήριος (injurious, destructive, destroying, ruining), γάμος λ. βίου S. Tr. 793 ; also λυμαντικός, ή, όν, Muson. Fr. 8 p. 34H., Epict. Gnom. 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. Epict. 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.
Greek Monolingual
λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).
Greek Monotonic
λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντής: οῦ ὁ Soph. = λυμαντήρ.
Middle Liddell
λυμαντής, οῦ,
as adj. ruining, c. gen., Soph.