μαρμάρυγμα
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg. 2, Cael.Aur.TP1.62 (pl.).
Greek Monolingual
μαρμάρυγμα, -ατος, τὸ (Α) μαρμαρύσσω
νόσος τών οφθαλμών, αλλ. μαρμαρυγή.
ατος, τό, = foreg. 2, Cael.Aur.TP1.62 (pl.).
μαρμάρυγμα, -ατος, τὸ (Α) μαρμαρύσσω
νόσος τών οφθαλμών, αλλ. μαρμαρυγή.