μαρμαρυγή

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῠγή Medium diacritics: μαρμαρυγή Low diacritics: μαρμαρυγή Capitals: ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
Transliteration A: marmarygḗ Transliteration B: marmarygē Transliteration C: marmarygi Beta Code: marmarugh/

English (LSJ)

ἡ,
A flashing, sparkling, gleaming, λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.
2 'seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.
3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap.203.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mouvement vibratoire de la lumière;
2 p. anal. αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.
Étymologie: μάρμαρος.

German (Pape)

ἡ (s. μαρμαρύσσω), eigtl. Geflimmer, Gefunkel, von jeder schnellen Bewegung des Lichtes, Lichtschimmer, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, die schnelle Bewegung der Füße Tanzender, die an den Augen der Zuschauer vorüberflimmert, Od. 8.265; H.h. Apoll. 203. – Übh. Glanz, Plat. Critia. 116c, Rep. VII.518b. – Vom schnellen Wurf, Opp. Hal. 4.569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. ἀμαρυγή.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρῠγή: ἡ (преимущ. pl.)
1 блеск, сияние (ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.);
2 pl. мелькание (ποδῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρῠγή: ἡ, λάμψις, ἀκτινοβολία, ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα κίνησις τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. ἀμαρυγή. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μαρμαρυγή· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. πήδημα. λαμπηδών. κίνησις ποδῶν συνεχής. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».

English (Autenrieth)

(μαρμαρύσσω = μαρμαίρω): the quick twinkling of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.

Greek Monolingual

η (AM μαρμαρυγή)
λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός», Βακχυλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
2. φρ. α) «μαρμαρυγή τών κοιλιών»
ιατρ. σοβαρότατη μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
β) «μαρμαρυγή τών κόλπων»
ιατρ. μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς
αρχ.
1. φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική έξαψη ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι
2. κάθε γρήγορη κίνηση, όπως η κίνηση τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαρμαρ- του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + εκφραστικό επίθημα -υγή, κατά το ἀμαρυγή].

Greek Monotonic

μαρμᾰρῠγή: ἡ (μαρμαίρω), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για κάθε γοργή κίνηση, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, το γοργό σπίθισμα των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μαρμᾰρῠγή, ἡ, μαρμαίρω
a flashing, sparkling, of light, Plat.: of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of dancers' feet, Od.

English (Woodhouse)

brightness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀκτινοβολία). Ἀπό τό μάρμαρος τοῦ μαρμαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.