μυθολογητέον
English (LSJ)
A one must tell as a legend, Γιγαντομαχίας Pl.R.378c.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ μυθολογεῖν, ἴδε ἐν λ. μυθολογέω Ι.
A one must tell as a legend, Γιγαντομαχίας Pl.R.378c.
μῡθολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ μυθολογεῖν, ἴδε ἐν λ. μυθολογέω Ι.