μυθολογέω

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολογέω Medium diacritics: μυθολογέω Low diacritics: μυθολογέω Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: mythologéō Transliteration B: mythologeō Transliteration C: mythologeo Beta Code: muqologe/w

English (LSJ)

A tell mythic tales, such as those of Homer, Isoc.6.24, Pl.R.392b, Longin.34.2; πολλὰ τοιαῦτα μ. Pl.Grg.493d: followed by a Relat., μυθολογέω ὡς… X.Smp.8.28; μυθολογέω ὅτι… Hp.Art.53.
2 c. acc., tell as a legend or mythic tale, μυθολογέω τοὺς πολέμους τῶν ἡμιθέων Isoc.2.49: c. inf., of an animal, ὃν… μυθολογοῦσι γενέσθαι ἐκ πυρκαϊᾶς which they fable, fabulously report to derive its birth, Arist.HA609b10; καθάπερ καὶ τὸν Μίδαν… μυθολογοῦσι (sc. ἀπολέσθαι) Id.Pol.1257b16, cf. 1274a39:—Pass., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις such as they are fabled to have been, Pl.R.588c, cf. Arist.HA617a5: impers., μυθολογεῖται… τοὺς Ἀργοναύτας τὸν Ἡρακλέα καταλιπεῖν the legend goes that... Id.Pol.1284a22; μυθολογέω περὶ τῆς ζωῆς ὡς ὂν μακρόβιον Id.HA578b23: abs., become mythical, D.60.9, etc.; τὰ μυθολογούμενα = fabulous tales, Arist.HA578b24, cf. Pl.R.378e.
II invent like a mythical tale, μυθολογέω πολιτείαν = frame an imaginary constitution, ib. 501e.
III tell stories, converse, περί τινος Id.Phd.61e, Phdr. 276e.
IV relate, generally with a notion of exaggeration, [Αἴσωπος] ἐμυθολόγησεν ὡςArist.Mete.356b12, cf. Nymphod.12; τὰ τῶν Ἑλλήνων καλά Polydeuces ap. Philostr.VS2.12.2.

German (Pape)

[Seite 214] = Vorigem, bes. fabelhafte Geschichten erzählen; πολέμους, vom Homer, Isocr. 2, 19; καὶ ᾄδειν, Plat. Rep. II, 392 b, vgl. 380; γιγαντομαχίας τε μυθολογητέον αὐτοῖς καὶ ποικιλτέον, 378 c; auch übh. ausführlich sprechen worüber, gew. mit dem Nebenbegriffe des fabelhaften Ausdruckes od. der schwatzhaften Breite, διασκοπεῖν τε καὶ μυθολογεῖν περὶ τῆς ἀποδημίας, Phaed. 61 e, vgl. Phaedr. 276 e; πολιτείαν λόγῳ, erdichten, Rep. VI, 501 e; οὔπω μεμυθολόγηται, οὐδ' εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, Dem. 60, 9; τὰ περὶ θεῶν μυθολογούμενα, D. Sic. 2, 1, u. öfter bei Sp., die auch das med. brauchen.

French (Bailly abrégé)

μυθολογῶ :
1 raconter des fables, composer des récits fabuleux, acc. ; μ. περί τινος PLAT disserter sur qch;
2 p. ext. imaginer par fiction.
Étymologie: μυθολόγος.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολογέω:
1 (о преданиях и мифах), повествовать, излагать, (γιγαντομαχίας Plat.; πολέμους Isocr.);
2 подробно передавать, обстоятельно рассказывать (περί τινος Plat.);
3 сочинять, выдумывать (πολιτείαν λόγῳ Plat.): τὰ περὶ θεῶν μυθολογούμενα Diod. мифы о богах.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολογέω: μέλλ. -ήσω, λέγω μυθικὰς διηγήσεις, μύθους, οἷοι οἱ τοῦ Ὁμήρου, Ἰσοκρ. 120C, Πλάτ. 392Β· πολλὰ τοιαῦτα μ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493D· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., μ. ὡς..., Ξεν. Συμπ. 8. 28· μ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820. 2) μετ’ αἰτ., διηγοῦμαι ὡς μῦθον ἢ μυθικὸν διήγημα, μ. τοὺς πολέμους τῶν ἡμίθεων Ἰσοκρ. 24C· οὕτω, μυθολογητέον Γιγαντομαχίας Πλάτ. Πολ. 378C· μετ’ ἀπαρ. ἐπὶ ζῲου, ὅν... μυθολογοῦσι γενέσθαι ἐκ πυρκαϊᾶς, μυθολογικῶς διηγοῦνται ὅτι..., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 20· οὕτως, ὡς τὸν Μίδαν... μυθολογοῦσι (ἐξυπ. ἀπολέσθαι) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 9, 11, πρβλ. 2. 12, 9· - Παθ. οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις Πλάτ. Πολ. 588C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2· ἀπροσ., μυθολογεῖται... τοὺς Ἀργοναύτας τὸν Ἡρακλέα καταλιπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 13, 16· μ. περί τινος ὡς... ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 4· - ἀπολ., γίνομαι μυθικός, Δημ. 1391. 21, κτλ.· τὰ μυθολογούμενα, τὰ λεγόμενα ὡς μῦθοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 378Ε. ΙΙ. ἐπινοῶ οἷον μυθικόν τι διήγημα, πλάττω, μ. πολιτείαν, πλάττω φανταστικὴν πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 501Ε. ΙΙΙ. λέγω μύθους, διηγοῦμαι, συνομιλῶ, Λατ. confabulari, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 61Ε, Φαίδρ. 276Ε· πρβλ. μυθολογία ΙΙ· - συνήθως ἐπὶ σκοτεινοῦ τινος ζητήματος ὅπου δύσκολον εἶναι νὰ φθάσῃ τις εἰς τὸ ἀληθές, Heind. καὶ Stallb. ἔνθ’ ἀνωτ. IV. μυθέομαι, διηγοῦμαι, συνήθως μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ μυθικοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36, Νυμφόδωρ. παρ’ Ἀθην. 265D, Φιλόστρ. 593.

Greek Monotonic

μῡθολογέω: (μυθολόγος), μέλ. -ήσω,
I. 1. αφηγούμαι μυθικές ιστορίες ή θρύλους, σε Πλάτ., Ξεν.
2. με αιτ., αφηγούμαι κάτι σα να επρόκειτο για θρύλο ή μυθική ιστορία, σε Πλάτ. — Παθ., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις, έτσι όπως θρυλείται ότι έχουν υπάρξει στον ίδ.· απρόσ., μυθολογεῖται, ο θρύλος αναφέρει, σε Αριστ.
II. επινοώ αφήγηση σα να ήταν μυθική ιστορία, μυθολογῶ πολιτείαν, πλάθω μία φανταστική πολιτειακή δομή, σε Πλάτ.
III. αφηγούμαι ιστορίες, συνομιλώ, Λατ. confabulari, στον ίδ.

Middle Liddell

μῡθολογέω, fut. -ήσω μυθολόγος
I. to tell mythic tales or legends, Plat., Xen.
2. c. acc. to tell as a legend or mythic tale, Plat.:—Pass., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις such as they are fabled to have been, Plat.: impers., μυθολογεῖται the legend goes, Arist.
II. to invent like a mythical tale, μ. πολιτείαν to frame an imaginary constitution, Plat.
III. to tell stories, converse, Lat. confabulari, Plat.