νεόχρηστος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).

Greek (Liddell-Scott)

νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθαἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.