ὀπτιλίασις
English (LSJ)
ὀφθαλμίασις, Hsch. (ὀπτοιαλίασις cod.): ὀπτιλίας is prob. cj. for ὁ ἐπὶ τηλείας in Id.
A s.v. λαμόπτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτιλίασις: «ὀφθαλμίασις» Ἡσύχ.
ὀφθαλμίασις, Hsch. (ὀπτοιαλίασις cod.): ὀπτιλίας is prob. cj. for ὁ ἐπὶ τηλείας in Id.
A s.v. λαμόπτης.
ὀπτιλίασις: «ὀφθαλμίασις» Ἡσύχ.