pf. Pass. of ἕννυμι. II pf. Pass. of ἵημι.
[Seite 730] perf. pass. zu ἕννυμι u. ἵημι. Vgl. auch ἦμαι.
εἷμαι: παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι. ΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἵημι. ΙΙΙ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕζω, σπανιώτερος τύπος τοῦ ἧμαι.
pf. Pass. de ἕννυμι;pf. Pass. de ἵημι.
see ἕννῦμι.
v. ἕννυμι, ἵημι.