λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
see λάσκω.
λελᾰκυῖα: эп. part. pf. f к λάσκω.