κρύβδα

Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

Adv., (κρύπτω)

   A without the knowledge of, c. gen., κ. Διός Il.18.168; Ὀρέστου κ. A.Ch.177.    2 abs., secretly, Pi.P.4.114.

Greek (Liddell-Scott)

κρύβδᾰ: Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, ἄνευ τῆς γνώσεώς τινος, κρύβδα Διός, Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ κρύβδην, κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : κρύβδα τινός IL à l’insu de qqn.
Étymologie: cf. κρύβδην.

English (Autenrieth)

secretly.

English (Slater)

κρύβδᾰ
   1secretlyκρύβδα πέμπον (sc. με) σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (byz.: κρύβδαν codd.) (P. 4.114)