εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
κέκληγα: μετοχ. κεκληγώς, ἴδε ἐν λέξει κλάζω, Ἡσύχ.
see κλάζω.
κέκληγα: παρακ. του κλάζω· μτχ. κεκληγώς, με Επικ. πληθ. κεκλήγοντες.