Λυγκεύς
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (Slater)
Λυγκεύς son of Aphareus, brother of Idas, husband of Hypermnestra.
1 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ (N. 10.12) ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61) (Πολυδεύκης) ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.70)