μεγαλοκευθής

Revision as of 12:35, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

ές,

   A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής
   1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής
   1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)