κεύθω
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
A fut. κεύσω Od.3.187: aor. 1 ἔκευσα (ἐπ-) 15.263: Ep. aor. κύθε [ῠ] 3.16, Eratosth.4, redupl. subj. κεκύθω [ῠ] Od.6.303: pf. κέκευθα Il.22.118: plpf. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Od.9.348, Hes.Th.505:—Pass., Il.23.244, etc.: pf. κέκευται Hsch., part. κεκυθμένη Antim. 3. (Perh. cogn. with Lat. custos, OE. hýdan 'hide'.):—poet. Verb, cover, hide, especially of the grave, ὅπου κύθε γαῖα where earth covered him, Od.3.16 (also in Pass., εἰς ὅ κεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, i.e. till I am in the grave, Il.23.244); ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ. A.Pr.570 (lyr.), cf.E.Hec.325; ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, i.e. when thou hast entered the house, Od.6.303, cf. S.OT1229, E.Hec.880: in pf., contain, ὅσα πτόλις ἥδε κέκευθε Il.22.118; οἷόν τι ποτὸν… νηῦς ἐκεκεύθει Od.9.348; Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε κόνις Simon.111, cf. 95; εἴπερ τόδε κ. αὐτὸν τεῦχος, of a cinerary urn, S.El.1120, cf. A.Ch.687; ἂ κ. δέλτος ἐν πτυχαῖς E.IA112:—Med., Epigr.Gr.1081 (Ilium).
2 conceal, and in pf., keep concealed or keep hidden, δόλῳ δ' ὅ γε δάκρυα κεῦθεν Od.19.212; ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσὶν ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.313; μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθε Od.3.18, cf. 8.548, 24.474; οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα no more can ye disguise your eating and drinking, 18.406; κ. φόνον Emp.100.5; κ. [τι] ἔνδον καρδίας A.Ch.102, cf. 739; σιγῇ κ. S.Tr.989 (anap.); κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ E.Ph.1214; μῦθος ὃν κεύθω Id.Supp.295; τί κεύθων… σοφόν; Id.Heracl.879; κ. μῆνιν cherish anger, like πέσσειν χόλον, ib.762 (lyr.); πάντα δόλον κεύθοισα v.l.in Theoc.1.50.
3 c. dupl. acc., οὐδέ σε κεύσω [ταῦτα] nor will I keep them secret from thee, Od.3.187, cf. Eratosth.l.c.
II in Trag. sometimes intr., to be concealed, lie hidden, S.OT968, Aj.635 (lyr.): especially in pf., A.Th.588, S.Ant.911, El.868 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1427] κεύσω, aor. II. ἔκυθον, wozu der conj. κεκύθω gehört, Od. 6, 303, perf. κέκευθα mit Präsensbedeutung, s. unten; – 1) bergen; – a) in sich fassen; ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή, aor. in der Bedeutung des Anfangens, wenn Hof und Haus dich aufgenommen haben werden, d. i. wenn du im Hause bist, Od. 6, 303; νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην ὅσα κεύθει Soph. O. R. 1229; εἴπερ τόδε κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος El. 1109, von dem Aschenkruge; ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς Eur. I. A. 112. Daher von dem Grabe, das den Todten umschließt, in sich verbirgt, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει Aesch. Prom. 570; ähnl. λέβητος χαλκέου πλευρώματα σποδὸν κέκευθεν ἀνδρός Ch. 676; ὧν ἥδε κεύθει σώματ' Ἰδαία κόνις Eur. Hec. 325; oft in Grabschriften, Anth.; so auch Od. 3, 16 ὅπου κύθε γαῖα, wo deinen Vater die Erde in ihren Schoß aufnahm, d. i. wo er begraben liegt; pass., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, bis ich in der Unterwelt verborgen, begraben bin, Il. 23, 244. – b) verbergen, verhehlen, verschweigen; δόλῳ δ' ὅγε δάκρυα κεῦθε Od. 19, 212; μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι κερδαλέοισιν 8, 548; vgl. Il. 9, 313 ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ βάζει; εἰπέ μοι εἰρομένῃ, τί νύ τοι νόος ἔνδοθι κεύθει Od. 24, 473; οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα 18, 406, d. i. ihr verhehlet nicht, daß ihr euch in Speis' u. Trank übernommen habt; c. acc. der Person, vor Einem verborgen halten, verschweigen, δαήσεαι οὐδέ σε κεύσω 3, 181; vgl. ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην Eratosth. bei Schol. Ap. Rh. 3, 802; – μὴ κεύθετ' ἔνδον καρδίας, verbergt es nicht in eurem Herzen, Aesch. Ch. 100; ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα 728; κρυφῇ δὲ κεῦθε Soph. Ant. 85; κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Eur. Phoen. 1220; sp. D., wie Theocr. 1, 50. – Das perf. hat Präsensbdtg, in sich verborgen halten; ὅσσα πόλις ἤδε κέκευθεν Il. 22, 118; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Od. 3, 18; so das plusqpf. 9, 348; Anth., z. B. IX, 188. – 2) bei den Tragg. auch intraus., verborgen sein; bes. von den Todten; ὁ δὲ θανὼν κεύθει κάτω δὴ γῆς Soph. O. R. 968; Ἅιδᾳ κεύθων Ai. 622; häufiger im perf., κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. Spt. 570, μητρὸς δ' ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν Soph. Ant. 902, vgl. O. C. 1520. – S. auch κρύπτω.
French (Bailly abrégé)
f. κεύσω, ao.2 ἔκυθον, pf. κέκευθα;
I. tr. 1 cacher, renfermer, tenir caché ou renfermé, contenir;
2 fig. renfermer dans son cœur, dans sa pensée : τινά τι, cacher qch à qqn;
II. intr. être caché, renfermé ; κέκευθα être caché, d'où être sous la terre.
Étymologie: R. Κυθ, cacher.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεύθω ep. them. aor. 3 sing. κύθε, redupl. them. aor. conj. κεκύθω; perf. κέκευθα, plqperf. (ἐ)κεκεύθειν met acc. verbergen (m. n. van doden):; ἐνθάδε Πυθώνακτα κασιγνητόν τε κέκευθε γαῖα hier bedekt de aarde Pythonax en zijn broer AP 7.300.1; verborgen houden:; ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς wat het schrijfplankje verborgen houdt in zijn vouwen Eur. IA 112; overdr.: in zijn binnenste verbergen, verzwijgen,:; ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσὶν, ἄλλον δὲ εἴπῃ die het ene voor zich houdt en het andere zegt Il. 9.313; σιγῇ κεύθειν in stilte voor zich houden Soph. Tr. 989; ook met dubbele acc. iets voor iem.: οὐδέ σε κεύσω en ik zal (de berichten) niet voor je verborgen houden Od. 3.187. intrans., meestal perf. in trag. verborgen zijn:. μητρὸς δ’ ἐν Ἅϊδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν nu vader en moeder beiden in de onderwereld verborgen zijn Soph. Ant. 911.
Russian (Dvoretsky)
κεύθω: (aor. 2 ἔκῠθον - эп. 3 л. sing. aor. 2 κύθε, pf. κέκευθα - эп. 3 л. pl. pf. conjct. κεκύθωσι)
1 скрывать, принимать в свои недра (ὁπότ᾽ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι Hom.): εἴπερ τόδε κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος Soph. если эта урна приняла в себя его (т. е. останки Ореста); ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς Eur. то, что содержит (это) письмо на (своих) страницах;
2 скрывать, содержать, хранить: ὅπου κύθε γαῖα Hom. (узнать), где хранит (его) земля, т. е. где он погребен; εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι Hom. пока я сам не буду поглощен Аидом;
3 скрывать, таить в себе (νοήμασι, δάκρυα, θυμῷ τι Hom.): κρυφῇ δὲ κεῦθε Soph. тщательно скрывай (это);
4 быть погребенным, покоиться (πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch.; Ἃιδᾳ и ἐν Ἃιδου, κάτω γῇς Soph.).
English (Autenrieth)
fut. -σω, aor. 2 κύθε, subj. redupl. κεκύθω, perf. κέκευθα: hold concealed, hide, cover; especially of death, κύθε γαῖα, Od. 3.16; pass., Ἀιδὶ κεύθωμαι, Il. 23.244; met., νόῳ, ἐνὶ φρεσίν, etc.; with two accusatives, Od. 3.187, Od. 23.273.
Greek Monolingual
κεύθω (Α)
(ποιητ. ρ.)
1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει», Αισχύλ.)
2. (στον παρακμ.) κέκευθα
περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.)
3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό, κρύβω («ὅς χ' ἕτερον μεν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπη», Ομ. Ιλ.)
3. (αμτβ.) είμαι κρυμμένος («ὁ δὲ θανὼν κεύθει κάτω δὴ γῆς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή (s)que-dh- της ΙΕ ρίζας (s)que- «σκεπάζω, καλύπτω». Σε διάφορες μορφές της ίδιας ρίζας ανάγονται και τα σκύτος, σκύλα, κύτος, κύσθος, κύστις. Συνδέεται με το αγγλοσαξ. hӯdan «κρύβω», το αγγλ. hide «κρύβω», το αρχ. ινδ. kuhara- «σπηλιά» κ.ά.
ΠΑΡ. κευθμός
αρχ.
καύθμα, κευθήνες, κεύθησις, κευθμών, κεύθος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αμφικεύθω, εγκεύθω, επικεύθω].
Greek Monotonic
κεύθω: μέλ. κεύσω, αόρ. αʹ ἔκευσα· Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ κεκύθω· παρακ. κέκευθα, υπερσ. ἐκεκεύθειν, Επικ. κεκεύθειν·
I. 1. καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, αποκρύπτω, λέγεται για τάφο, ὅπου κάθε γαῖα, όπου η γη τον κάλυπτε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ., σε Αισχύλ.· επίσης, ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, δηλ. όταν μπήκες στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· παρακ. περιέχω, περιλαμβάνω, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλύπτω, και στον παρακ., διατηρώ καλυμμένο, σε Όμηρ.· οὐκέτι κεύθετε βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα, δεν μπορείτε πλέον να κρύψετε ούτε την τροφή, ούτε το ποτό σας, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τι ἔνδον καρδίας, σε Αισχύλ.· κ. μῆνιν, υποθάλπτω, ανατρέφω τον θυμό, σε Ευρ.
3. με διπλή αιτ., οὐδέ σε κεύσω (ταῦτα), ούτε θα τα αποκρύψω από εσένα, σε Ομήρ. Οδ.
II. στους Τραγ. μερικές φορές αμτβ., είμαι κρυμμένος, παραμένω κρυφός, ιδίως, στον παρακ., σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κεύθω: (ἴδε κευθάνω): μέλλ. κεύσω Ὀδ.: ἀόρ. α΄ ἔκευσα (ἐπ-) Ὀδ. Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ ὑποτ. κεκύθω Ὀδ. Ζ. 303: πρκμ. κέκευθα Ὅμ.: ὑπερσ. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Ὀδ. Ι. 348, Ἡσ. Θ. 505. ― Παθ., Ὅμ. (Ἐκ τῆς √ΚΥΘ παράγονται «ὡσαύτως κεῦθος, κευθμών· πρβλ. Σανσκρ. guh, guh-ami (celo)· guh-â (latebra)· gûdh-a (coöpertus)· Λατικ. custosι Ἀγγλο-Σαξον. hyd-an (κρύπτω, κρύπτομαι, Ἀγγλ. hide)· Ἀρχ. Γερμαν. huotj-an (hüten), hut-ta (hutte, hut). Ποιητ. ῥῆμα, καλύπτω ἐντελῶς, κατακαλύπτω, ἀποκρύπτω (ἴδε τὴν λέξ. κρύπτω ἐν τέλ.), ἰδίως ἐπὶ τοῦ τάφου, ὅπου κύθε γαῖα, ὅπου ἡ γῆ τὸν ἐκάλυπτεν, Ὀδ. Γ. 16, καὶ ἐν τῷ παθ., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, δηλ. ἕως οὗ καταβῶ εἰς τὸν ᾍδην, Ἰλ. Ψ. 244· οὕτως, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ. Αἰσχύλ. Πρ. 571, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 325· ὡσαύτως, ὁπότ’ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, δηλ. ὁπόταν εἰσέλθῃς εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Ζ. 303, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1229., Εὐρ. Ἑκ. 880· ― ἐν τῷ πρκμ., περιέχω, περιλαμβάνω, ὡς τὸ στέγω, ὅσσα πτόλις ἥδε κέκευθεν Ἰλ. Χ. 118· οἷόν τι ποτόν... νηῦς ἐκεκεύθει Ὀδ. Ι. 348· Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε κόνις Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 6. 59· εἴπερ τόδε κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος, ἐπὶ τεφροδόχου λάρνακος, Σοφ. Ἠλ. 1120, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 687, Εὐρ. Ι. Α. 112· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1081. 2) ἀποκρύπτω, καὶ ἐν τῷ πρκμ. διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἢ κρυπτόν, δόλῳ δ’ ὅγε δάκρυα κεῦθεν Ὀδ. Τ. 212· ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσὶ ἄλλο δὲ βάζει Ἰλ. Ι. 313· μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Ὀδ. Γ. 18, πρβλ. Θ. 548, Ω, 474· οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα, δὲν δύνασθε πλέον νὰ κρύψητε.., Σ. 406 ― οὕτω, κ. φόνον Ἐμπεδ. 347· κ. τι ἔνδον καρδίας Αἰσχύλ. Χο. 102, πρβλ. 739· σιγῇ κ. Σοφ. Τρ. 989· κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Εὐρ. Φοίν. 1214· μῦθος ὃν κεύθω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 295· τί κεύθων... σοφόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 879· κ. μῆνιν, ὑποθάλπω, ὑποτρέφω τὴν ὀργήν, ὡς τὸ πέσσειν χόλον, αὐτόθι 762. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., οὐδέ σε κεύσω ταῦτα, οὐδὲ θὰ κρύψω ἀπὸ σοῦ, Ὀδ. Γ. 187, πρβλ. Ἐρατοσθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Παρὰ Τραγ. ἐνίοτε ἀμεταβ., εἶμαι κεκρυμμένος, Σοφ. Ο. Τ. 968, Αἴ 653· ― ἰδίως ἐν τῷ πρκμ., Αἰσχύλ. Θήβ. 589, Σοφ. Ἀντ. 911, Ἠλ. 868.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: conceal, also be hidden (Il.).
Other forms: also κευθάνω (Γ 453), κυνθάνει κρύπτει H., fut. κεύσω, aor. κεῦσαι, also κύθε (γ 16), redupl. subj. κεκύθωσι (ζ 303), perf. κέκευθα.
Compounds: also with ἐπι- (ἐνι-, ἀμφι-),
Derivatives: κεῦθος n., often plur. -εα hiding, cave, depth (Il.), κευθμών, -μῶνες id. (Od.), κευθμός, -μοί id. (Ν 28, Lyc., Call.); cf. Porzig Satzinhalte 240 and 263; also κευθῆνες οἱ καταχθόνιοι δαίμονες Suid. (Schwyzer 487, Solmsen Wortforsch. 143).
Origin: IE [Indo-European] [951] (s)keu-dʰ- conceal, hide
Etymology: A form near to κεύθω can be found in Germanic in the OE yot-present hydan, NEngl. hide conceal. Further one compares Arm. suzanem dive, hide (Bugge KZ 32, 38f.; also Lidén Armen. Stud. 122); it presupposes however an initial palatal ḱ, which does no fit with the words further adduced (Skt. kuhū́ḥ f. new moon ("the hidden"), kuharam n. cave (Mayrhofer KEWA s. kúhakaḥ); also the other representatives of IE. (s)keu- cover (Pok. 951ff.) have velar k. Here also some Celtic verbal nouns, e. g. MIr. codal skin (cf. Vendryes WuS 12, 242). - Beside these words from IE. *keudh- there are several with final t, s. κύτος. See also on κύσθος, κύστις, and σκῦτος and σκῦλα.
Middle Liddell
I. to cover quite up, to cover, hide, of the grave, ὅπου κύθε γαῖα where earth covered him, Od.; so, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ. Aesch.; also, ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, i. e. when thou hast entered the house, Od.: Soph.:—perf. to contain, Hom., Soph.
2. to conceal, and in perf. to keep concealed, Hom.; οὐκέτι κεύθετε βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα no more can ye disguise your eating and drinking, Od.; κ. τι ἔνδον καρδίας Aesch.; κ. μῆνιν to cherish anger, Eur.
3. c. dupl. acc., οὐδέ σε κεύσω ταῦτα nor will I keep them secret from thee, Od.
II. in Trag. sometimes intr. to be concealed, lie hidden, especially in perf., Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
κεύθω: {keúthō}
Forms: auch κευθάνω (Γ 453), κυνθάνει· κρύπτει H., Fut. κεύσω, Aor. κεῦσαι, auch κύθε (γ 16), redupl. Konj. κεκύθωσι (ζ 303), Perf. κέκευθα,
Grammar: v.
Meaning: verbergen, verhehlen, auch verborgen sein (ep. poet. seit Il.).
Composita: auch mit ἐπι- (ἐνι-, ἀμφι-),
Derivative: Davon κεῦθος n., oft im Plur. -εα Versteck, Höhle, Tiefe (poet. seit Il.), κευθμών, -μῶνες ib. (vorw. poet. seit Od.), κευθμός, -μοί ib. (Ν 28, Lyk., Kall.); vgl. Porzig Satzinhalte 240 und 263; auch κευθῆνες· οἱ καταχθόνιοι δαίμονες Suid. (Schwyzer 487, Solmsen Wortforsch. 143).
Etymology: Ein nahes Gegenstück zu κεύθω kann auf germanischem Gebiet in dem ags. Jotpräsens hȳdan, nengl. hide verbergen vorliegen. Verlockend ist auch der Vergleich mit arm. suzanem untertauchen, verbergen (Bugge KZ 32, 38f.; näheres bei Lidén Armen. Stud. 122); er setzt aber ein anlautendes palatales ḱ voraus, das mit den sonst herangezogenen Wörtern, z. B. aind. kuhū́ḥ f. Neumond ("der Versteckte"), kuharam n. Höhle (Mayrhofer Wb. s. kúhakaḥ), nicht vereinbar ist; auch die übrigen weitverzweigten Vertreter von idg. (s)qeu- bedecken, umhüllen (WP. 2, 546ff., Pok. 951ff.) enthalten velares q. Hierher noch einige keltische Verbalnomina, z. B. mir. codal Haut (vgl. Vendryes WuS 12, 242); über das unklare lat. cūdō Helm von Fell s. W.-Hofmann s. v. — Neben den obengenannten Wörtern aus idg. qeudh- stehen u. a. mehrere mit auslautendem t, s. κύτος. Vgl. noch κύσθος, κύστις, auch σκῦτος und σκῦλα.
Page 1,834
Mantoulidis Etymological
(=κρύβω). Ἀπό ρίζα κυθἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα κευθμών, κεῦθος (=κρυψώνα), κευθμός.
Lexicon Thucydideum
abscondere, to hide, conceal, 6.59.3 (in elogio in an inscription).
Translations
hide
Albanian: fsheh; Arabic: أَخْفَى; Egyptian Arabic: خفى, خبى; Aragonese: amagar; Armenian: թաքցնել; Aromanian: ascundu, acoapir; Assamese: লুকা, লুকুৱা; Asturian: esconder; Azerbaijani: gizləmək, gizlətmək, danmaq; Bashkir: йәшереү; Basque: ezkutatu; Belarusian: хаваць, схаваць, скрываць, скрыць, утойваць, таі́ць, утаі́ць; Bengali: লুকানো; Bulgarian: крия, скривам; Burmese: ဝှက်, ပုန်း, လျှို, ကွယ်; Catalan: amagar; Chinese Cantonese: 收埋; Mandarin: 藏, 韞, 韫; Czech: schovávat, schovat, skrývat, skrýt, ukrývat, ukrýt; Dalmatian: ascondro; Danish: gemme, skjule; Dutch: versteken, verstoppen, wegstoppen; Esperanto: kaŝi; Faroese: fjala; Finnish: piilottaa, kätkeä; jemmata; French: cacher, dissimuler, masquer; Friulian: platâ, rimplatâ, scuindi; Galician: agochar, enceleirar, alapar, acoubar, deservar, socobar, acouchar, cachar, esconder; Georgian: დამალვა, მალვა, დაფარვა; German: verbergen, verdecken, verheimlichen, verstecken, unsichtbar machen; Greek: κρύβω; Ancient Greek: κρύπτω, κεύθω; Hebrew: הִסְתִּיר, הֶחְבִּיא, העלים, חָבָא; Hindi: छिपान, छुपाना, छिपाना, लुकाना; Hungarian: rejt, elrejt, elbújtat, dug, eldug; Icelandic: fela; Ido: celar; Indonesian: menyembunyikan, sembunyi; Irish: cuir i bhfolach, folaigh, ceil; Italian: nascondere; Japanese: 隠す; Khmer: លាក់, បាំង; Korean: 숨기다, 감추다, 가리다; Kurdish Central Kurdish: شاردنەوە; Northern Kurdish: veşartin; Latgalian: globuot; Latin: celo, occulo, abscondo; Latvian: slēpt; Lithuanian: slėpti; Lombard: scónd; Low German: versteken, verstoppen; Luxembourgish: verstoppen; Macedonian: крие, сокрие; Malay: menyembunyikan; Malayalam: മറയ്ക്കുക; Manchu: ᡩᠠᠯᡩᠠᠮᠪᡳ; Maori: whakangaro, huna; Mizo: thup; Mongolian: нуух, далдлах; Neapolitan: nasconne; Ngazidja Comorian: utsatsaza; Norwegian Bokmål: gjemme, gjømme; Nynorsk: gøyme; Occitan: amagar, escondre; Old English: hȳdan, helan; Old Javanese: wuni; Oriya: ଲୁଚିବା; Persian: پنهان کردن, نهفتن; Polish: chować, schować, ukrywać, ukryć, skrywać, skryć; Portuguese: esconder; Punjabi: ਲੁੱਕ; Quechua: pakay; Romanian: ascunde; Romansch: zuppar, zuppentar; Russian: прятать, спрятать, скрывать, скрыть, утаивать, таить, утаить; Samogitian: kavuotė; Sanskrit: गूहति; Scots: hod; Scottish Gaelic: falaich, ceil; Serbo-Croatian Cyrillic: крити, сакрити; Roman: kriti, sakriti; Sherpa: ཡིབ; Sicilian: ammucciari; Slovak: schovávať, schovať, skrývať, skryť; Slovene: skrivati, skriti; Somali: qarin; Spanish: esconder, ocultar, disimular; Swedish: gömma, dölja; Tagalog: itago; Tajik: пинҳон кардан, руст кардан; Tamil: மறை, ஒளி; Telugu: దాచు; Tetum: heli, subar; Thai: ปิดบัง, ปกปิด, ซ่อน, บัง, เก็บงำ; Tibetan: གབ, ཡིབ; Tocharian B: tuk-; Tok Pisin: karamapim; Turkish: saklamak, gizlemek; Ukrainian: ховати, сховати, утаювати, таї́ти, утаї́ти; Urdu: چھپانا; Uzbek: yashirmoq; Venetian: scóndare; Vietnamese: giấu; Welsh: cuddio; Yiddish: באַהאַלטן, פֿאַרשטעלן, אויסבאַהאַלטן