ἑκκαίδεκα

Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A sixteen, Hdt.2.13, etc.

German (Pape)

[Seite 761] indecl., sechszehn, Plat. u. Folgde; für eine unbestimmte Menge, Luc. D. D. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. = δεκαέξ, Λατ. sedecim, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

indécl.
seize.
Étymologie: ἕξ, καί, δέκα.

English (Slater)

ἑκκαίδεκα
   1 sixteen ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (join with νῖκαι; Σ contra, ἀνταγωνιστῶν δεκαὲξ ὄντων) (N. 11.19)