ἑκκαίδεκα
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A sixteen, Hdt.2.13, etc.
German (Pape)
[Seite 761] indecl., sechszehn, Plat. u. Folgde; für eine unbestimmte Menge, Luc. D. D. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. = δεκαέξ, Λατ. sedecim, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
indécl.
seize.
Étymologie: ἕξ, καί, δέκα.
English (Slater)
ἑκκαίδεκα
1 sixteen ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (join with νῖκαι; Σ contra, ἀνταγωνιστῶν δεκαὲξ ὄντων) (N. 11.19)