[ῡ],
A shout aloud, Opp.C.4.301: c. acc., κρυπτὸν ἀνηύτησεν ἔπος Nonn.D.10.288, cf. Coluth.85.
ἀναϋτέω: [ῡ], κραυγάζω μεγαλοφώνως, κράζω ἰσχυρῶς, Ὀππ. Κ. 4. 301, κτλ.