ἀλκάεις

From LSJ
Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

English (Slater)

ἀλκᾱεις
   1 valiant ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις (O. 9.72) ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (P. 5.71) ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς Δ. 2. 17.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκάεις: дор. = ἀλκήεις.