περισσοκαλλής
English (LSJ)
ές,
A exceeding beautiful, Cratin.238.
Greek (Liddell-Scott)
περισσοκαλλής: -ές, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ὡραῖος, περικαλλής, Κρατῖν. εἰς «Χείρωσι». 1.
ές,
A exceeding beautiful, Cratin.238.
περισσοκαλλής: -ές, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ὡραῖος, περικαλλής, Κρατῖν. εἰς «Χείρωσι». 1.