σπουδά
English (Slater)
σπουδά
1 earnestness ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ (O. 10.97) τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (P. 4.276)
Russian (Dvoretsky)
σπουδά: ἡ дор. = σπουδή.
σπουδά
1 earnestness ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ (O. 10.97) τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (P. 4.276)
σπουδά: ἡ дор. = σπουδή.