σπουδά

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

English (Slater)

σπουδά earnestness ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ (O. 10.97) τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (P. 4.276)

Russian (Dvoretsky)

σπουδά: ἡ дор. = σπουδή.