σπουδά
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (Slater)
σπουδά earnestness ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ (O. 10.97) τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (P. 4.276)
Russian (Dvoretsky)
σπουδά: ἡ дор. = σπουδή.