ἡ,
A harrow, AP6.297 (Phanias); cf. ἀγρίφη.
ητος (ἡ) :râteau à fourrage.Étymologie: ἀγρέω.
-ας, ἡ bieldo, AP 6.297 (Phan.), Fr.Lex.III.
ἀγρεῖφνα: ἡ, τσουγκράνα, «χτένι», σε Ανθ.