ἀγρόνομος

From LSJ
Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρόνομος: ἢ -νόμος, ον, (νέμομαι) ὁ ἐν ἀγροῖς διάγων, ἀγροτικός, ἄγριος, Νύμφαι, Ὀδ. Ζ. 106· θῆρες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142 (λυρ.): - ἐπὶ ἄσματος, ἀγρ. μοῦσα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου agrestis musa, Ἀνθ. Π. 7. 196 (κῶδιξ Παλατ. ἀγρονόμαν). 2) ἐπὶ τόπων, πλάκες, αὐλαί, Σοφ. Ο. Τ. 1103, Ἀντ. 785 (ἀμφότερα λυρ.)· ὕλη, Ὀππ. Ἁλ. 1. 27. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀγρονόμος, ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν Ἀθήναις ἐπιβλέπων τὰς γαίας τοῦ δημοσίου, συχν. ἐν Πλάτ. Νόμ. ὡς π.χ. 760 Β· πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6· ἴδε ἐν λ. ὑλωρός.

Spanish (DGE)

-ον
1 que proporciona pastos abundantes πλάκες S.OT 1102, αὐλαί S.Ant.786, ὕλη Opp.H.1.27.
2 que pasta en el campo ζῷα Hp.Vict.2.49.

Greek Monotonic

ἀγρόνομος: ή ἀγρονόμος, -ον, (νέμομαι),
I. αυτός που διαμένει στους αγρούς, αγροτικός, εξοχικός, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· λέγεται για τοποθεσίες, σε Σοφ.
II. ως ουσ., άρχοντας των Αθηνών που επιβλέπει τα δημόσια κτήματα, σε Πλάτ.