ἀπομελίζω

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A enervate, = ἀπογυιόω, Eust.641.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομελίζω: παραλύω τὰ μέλη, ἐκνευρίζω, ὡς συνώνυμον τοῦ ἀπογυιόω, Εὐστ. 641. 23.

Spanish (DGE)

enervar, relajar τὸ δὲ ἀπογυιώσῃς ἀντὶ τοῦ εἰς ἄνεσιν ἀγάγῃς καὶ ὡς οἷον εἰπεῖν ἀπομελίσῃς Eust.641.23.

Greek Monolingual

ἀπομελίζω (Μ)
παραλύω τα μέλη.