διαναπείρω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

διαναπείρω: (μόνον ποιητ. διαμπείρω) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.

Spanish (DGE)

v. διαμπείρω.

Greek Monolingual

διαναπείρω και διαμπείρω (Α)
διατρυπώ πέρα ως πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαμπερές.