γωνιοειδής
English (LSJ)
ές,
A angular, Arist.GC319b14, Thphr.HP1.10.1, al. (γωνο- codd.). PHib.1.16.42 (Thphr.(?)).
German (Pape)
[Seite 512] ές, winkelförmig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιοειδής: -ές, γωνίᾳ ὅμοιος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 1.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): γωνοειδής Thphr.HP 1.10.1, CP 6.1.6, Sens.65
angulosoop. στρογγύλος: χαλκός Arist.GC 319b14, op. περιφερής: φύλλα Thphr.HP l.c., dicho de los humores, ref. a su σχῆμα Thphr.Sens.l.c. (= Democr.A 135), CP l.c. (= Democr.A 129), cf. Thphr.(?) en PHib.16.42.
Greek Monolingual
-ές (AM γωνιοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γωνίας.