δρυοβάλανος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ,

   A acorn, Str.15.3.18: sg. in collect. sense, Id.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 669] ἡ, die Eichel, Strab. III p. 155.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοβάλανος: ἡ, βάλανος δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bellota Str.15.3.18
en sent. colect. τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται Str.3.3.7.

Greek Monolingual

η (AM δρυοβάλανος)
βαλανίδι.