δρυοβάλανος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ, acorn, Str.15.3.18: sg. in collect. sense, Id.3.3.7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bellota Str.15.3.18
•en sent. colect. τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, die Eichel, Strab. III p. 155.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοβάλανος: ἡ, βάλανος δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734.
Greek Monolingual
η (AM δρυοβάλανος)
βαλανίδι.