ἀτεραμνώδης

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ες,

   A not to be softened, ὕδατα Gal.17(2).187.

German (Pape)

[Seite 385] ες, vom Wasser, hart, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεραμνώδης: -ες, (εἶδος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ες duro ὕδατα Gal.17(2).187.

Greek Monolingual

ἀτεραμνώδης, -ες (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μαλακώσει.