ἀναμίξ

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv.

   A promiscuously, pell-mell, Hdt.1.103, Hellanic.71(a)J., Th.3.107: c. dat., γυναῖκες ἀ. ἀνδράσιν Str.3.3.7, cf. 4.6.3, Jul.Gal. 100c.

German (Pape)

[Seite 198] vermischt, durcheinander, Her. 1, 103; Thuc. 3, 107 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίξ: ἐπίρρ., ἀναμεμιγμένως, πρὸ τοῦ δὲ ἀναμίξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.

Spanish (DGE)

adv.
1 confusamente, en desorden ἀ. ... πάντα ... ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, ἀ. τεταγμένοι Th.3.107, ποιεῖσθαι τὴν μάχην ἀ. Plb.1.45.9, αἰγιαλοὶ ... σεσωρευμένοι ἀ. Plb.16.8.9, cf. AP 4.1.9 (Mel.), Hsch., Sud.
ἀ. ποιέειν mezclar Hp.Mul.2.205
de pers. ἀ. ἐκάθητο καὶ ἀθανάτη περ ἐοῦσα se sentaba confundiéndose (entre los hombres) a pesar de ser una inmortal Arat.104.
2 subst. τὸ ἀναμίξ ... τῆς αὐλήσεως la capacidad de combinar modulaciones ... propia del arte de tocar la flauta Philostr.VA 5.21.
3 c. dat. junto, juntamente ἀ. τέκνοις Plb.2.56.7, ἀ. τὰ ἄρρενα τοῖς θήλεσι Arist.HA 621b25, cf. Iul.Gal.100c.

Greek Monolingual

ἀναμίξ επιρρ. (Α) ἀναμείγνυμι
ανάμικτα, ανακατωμένα.