ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
[Seite 777] erschreckt, B. A. p. 10, 21.
-ον asustado Phryn.PS 15.
ἔκπτοιος, -ον (Α)φοβισμένος, τρομαγμένος.