δυσαμερία

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

Dor. for δυσημ-.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δυσημερία.

Spanish (DGE)

v. δυσημερία.

Greek Monolingual

δυσαμερία, η (Α)
θλιβερή μέρα.