ἀλφιτοσκόπος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀλφιτόμαντις, Hsch. (-σκόπαι cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοσκόπος: ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ adivino por medio de harina de cebada Hsch.

Greek Monolingual

ἀλφιτοσκόπος, ο (Α)
κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -σκόπος < σκοπός.