ἀλφιτοσκόπος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Hsch. (-σκόπαι cod.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ adivino por medio de harina de cebada Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοσκόπος: ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀλφιτοσκόπος, ο (Α)
κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -σκόπος < σκοπός.