ἀμφελικτός

From LSJ
Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé autour.
Étymologie: ἀμφελίσσω.

Spanish (DGE)

v. ἀμφιέλικτος.

Greek Monotonic

ἀμφελικτός: -όν, ποιητ. αντί ἀμφιέλ-, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, σε Ευρ.