ἀμφελικτός
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
roulé autour.
Étymologie: ἀμφελίσσω.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιέλικτος.
Greek Monotonic
ἀμφελικτός: -όν, ποιητ. αντί ἀμφιέλ-, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, σε Ευρ.