ἀμμόχωστος
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
ον,
A sanded up or over, Eust.690.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόχωστος: -ον, ὁ κεχωσμένος δι’ ἄμμου, Εὐστ. 690. 5.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -χοστος Wilcken Chr.1.227.1 (III d.C.)
cubierto de arena, arenoso ἰδι[ωτι] κῆς γῆς ἀμμοχώστου (ἄρουραι) εʹ PBaden 90.27 (III d.C.), cf. Wilcken Chr.l.c., de un antiguo fuerte ποταμόκλυστον καὶ ἀ. Eust.690.5, de una tierra no apta para sembrar en ella, op. σπόριμος PCol.172.17 (IV a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀμμόχωστος, -ον)
αυτός που είναι χωμένος μέσα στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, αμμοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χωστός < χώννυμι.
ΠΑΡ. ἀμμοχωσία.