βαθμοῦ εἶδος, Hsch. (cod. -ῶδες); cf. ἄμβων.
ἀνάβωνες: «βαθμοῦ εἶδος», Ἡσύχ.
βαθμοῦ εἶδος Hsch., cf. ἄμβων.