ἀναρπάγδην

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A snatching up violently, A.R.4.579, 1232.

German (Pape)

[Seite 205] (in die Höhe) reißend, ungestüm, Ap. Rh. 4, 579. 1232.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρπάγδην: ἐπίρρ., διὰ βιαίας ἁρπαγῆς, βιαίως, ἀναρπάγδην φορέοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 579, 1232.

Spanish (DGE)

adv. violentamente, en tromba ἀ. φορέοντο A.R.4.579, cf. 1232.

Greek Monolingual

ἀναρπάγδην επίρρ. (Α) αναρπάζω
με βίαιη αρπαγή, βίαια, αρπακτικά.