ἀναφωνητικός
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
Spanish (DGE)
-όν
1 exclamativo, interjectivo προοικονομία τίς ἐστιν ἀναφωνητική Eust.1964.47.
2 adv. ἀναφωνητικῶς = como una exclamación Eust.1044.52.